- αλάβωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λαβώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλάβωτος — η, ο αυτός που δε λαβώθηκε, δεν τραυματίστηκε: Κι ο ίδιος απορούσε πως είχε μείνει αλάβωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» … Dictionary of Greek
απλήγωτος — η, ο αυτός που δεν έχει πληγωθεί, αλάβωτος … Dictionary of Greek
απλήγωτος — η, ο αυτός που δεν πληγώθηκε, αλάβωτος: Η οβίδα είχε σκάσει κοντά τους, αλλά εκείνοι ήταν απλήγωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)